συναγυρμος

συναγυρμος
    συναγυρμός
    συν-ᾰγυρμός
    ὅ собирание, накопление
    

(φρονήσεως Plat.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "συναγυρμος" в других словарях:

  • συναγυρμός — bringing together masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγυρμός — ὁ, Α βλ. συναγερμός …   Dictionary of Greek

  • συναγυρμούς — συναγυρμός bringing together masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγυρμόν — συναγυρμός bringing together masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγερμός — ο, ΝΑ, και συναγυρμός Α [συναγείρω] συνάθροιση, σύναξη («ἐγένετο παλλαϊκὸς συναγερμός», Δαμάσκ. Αρχ.) νεοελλ. 1. η σε έκτακτες περιστάσεις αιφνίδια πρόσκληση και συγκέντρωση πλήθους 2. προειδοποιητικό σήμα για κίνδυνο 3.στρ. η κατά το δυνατόν… …   Dictionary of Greek

  • ξυναγυρμόν — συναγυρμόν , συναγυρμός bringing together masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»